- σκούνα
- goélette
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
σκούνα — η, Ν ναυτ. κοινή ονομασία τών ιστιοφόρων πλοίων που είναι γνωστά ως πάρωνες, κν. μπρίκια, ή μυοπάρωνες, κν. γολετόμπρικα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. scuna] … Dictionary of Greek
σκούνα — η (λ. ιταλ.), είδος πλοίου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μυοπάρων — ο (Α μυοπάρων, ωνος) νεοελλ. ναυτ. τύπος δίστηλου ιστιοφόρου πλοίου τού παλαιού ναυτικού με πρωραίο πέτασμα που μοιάζει με το πέτασμα τού πάρωνα, αλλά χωρίς σταυρωτή κεραία στον πρυμναίο ιστό, κν. γολετόμπρικο, σκούνα αρχ. είδος ελαφρού… … Dictionary of Greek
σκουνιέρης — ο, Ν ο πλοίαρχος σκούνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκούνα «είδος ιστιοφόρου πλοίου» + κατάλ. ιέρης (πρβλ. γονδολ ιέρης, τιμον ιέρης)] … Dictionary of Greek
μπριγκαντίνι ή βριγαντίνο — Ιστιοφόρο εφοδιασμένο με δυο κατάρτια τουρκέτο (ακάτιος ιστός) και μαΐστρα (μεγίστη) με τετράγωνα πανιά και μπομπρέσο (πρόλοβο). Το μ., που ήταν σε μεγάλη χρήση από τον 16o αι. στη Μεσόγειο και στις θάλασσες της βόρειας Ευρώπης, είχε χωρητικότητα … Dictionary of Greek